- περιδιαβαστής
- ο, θηλ. περιδιαβάστρα, Ν [περιδιαβάζω](συν. για δυσμενή χαρακτηρισμό)1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο χασομέρης2. χλευαστής, σκώπτης.επίρρ...περιδιαβαστάμε χλευαστικό, σκωπτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.